- πυροφορώ
- (I)-έω, Α [πυροφόρος (Ι)]είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.).————————(II)-έω, Α [πυροφόρος (II)](για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι σιτοπαραγωγός.
Dictionary of Greek. 2013.